φιαλοποιία

φιαλοποιία
η, Ν [φιαλοποιός]
1. τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής φιαλών
2. εργοστάσιο κατασκευής φιαλών, φιαλοποιείο
3. βιομηχανία παραγωγής φιαλών και ο αντίστοιχος οικονομικός κλάδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”